εἰαρινός

εἰαρινός
εἰαρινός (ϝέαρ): of Spring, vernal, ὥρη, ἄνθεα, νοτίαι.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εἰαρινός — ἐαρινός of spring masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εαρινός — ή, ό (AM ἐαρινός, ή, όν Α και εἰαρινός, ή, όν και ἠρινός, ή, όν) [έαρ] ανοιξιάτικος αρχ. (το ουδ. εν. ως επίρρ.) ἐαρινόν την εποχή τής ανοίξεως …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”